- κυριακάτικος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή.2. γιορτάσιμος.3. ο πληθ. του ουδ. κυριακάτικα, ως ουσ. δηλώνει τα γιορτινά ρούχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.